Περί κριτικής (και πάλι)…

Το κείμενο που διάλεξα να δειγματίσω και να παρουσιάσω από τις σελίδες του MIC είναι παλιό. Από το 1990 χρονολογείται. Και το «ψάρεψα» από μια συλλογή κειμένων του γνωστού (και κορυφαίου κατ’ εμέ) κριτικού λογοτεχνίας Δημοσθένη Κούρτοβικ, η οποία είχε κυκλοφορήσει με τον τίτλο «Ημεδαπή εξορία» από τις εκδόσεις Opera. Κατά σύμπτωση την ημέρα που το πληκτρολογούσα, δημοσιεύτηκε και το λίαν αιχμηρό κείμενο της στήλης του συναδέλφου σ’αυτές τις σελίδες Άρη Καραμπεάζη, ο οποίος ρίχνει μπόλικο νερό στο μύλο του προβληματισμού περί μουσικής κριτικής, θίγοντας συγχρόνως ζητήματα που δεν λέγονται συχνά (ούτε εύκολα) στα συντεχνιακά μας δωμάτια. Οπότε και το παρακάτω κείμενο εντάσσεται στο πλαίσιο της όλης προβληματικής.

Θα προσθέσω όμως και 1-2 δικές μου παρατηρήσεις στα γραφόμενα του Άρη. Προσωπικά έχω ένα πρόβλημα με τον όρο δημοσιογράφος. Είναι ένα επάγγελμα κάπως …ασαφές. Το να έχεις φοιτήσει σε κάποιο «ταπεινό» (όχι όσον αφορά τα δίδακτρα πάντως!) ΙΕΚ με τηλεαστέρες στη μαρκίζα και σπανίως στην αίθουσα, ή στο official τμήμα του Παντείου, το να έχεις ξετινάξει τον Μποντριγιάρ και να παίζεις στα δάχτυλα την ψυχολογία των μαζών και τις τεχνικές χειραγώγησης τους, πιθανώς να σου δίνει τον τίτλο του δημοσιογράφου (σήμερα τουλάχιστον, γιατί παλιότερα πολλοί ξεκίνησαν σε εφημερίδες κατά έναν τρόπο «είδα φως και μπήκα»). Αυτοί οι τίτλοι και τα διπλώματα όμως, κατά πόσον σου δίνουν το δικαίωμα να υποδύεσαι τη μία ημέρα το σεισμολόγο, την άλλη τον οικονομολόγο, την επομένη το χημικό και τη μεθεπόμενη το νομικό-συνταγματολόγο, κάνοντας και μια κριτική τέχνης στο ενδιάμεσο; «Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, περάστε κόσμεεεε…»;

Η σαφής άποψη μου είναι ότι η κριτική τέχνης είναι κάτι άσχετο με τη δημοσιογραφία, και οφείλει να είναι ανοιχτή στον καθένα για να εκφέρει τη δική του άποψη, εκτιθέμενος και αυτός όπως και το έργο τέχνης το ίδιο. Ο κορυφαίος (κατά την άποψη μου πάντα) εγχώριος κριτικός κινηματογράφου, ο Βασίλης Ραφαηλίδης, δεν ήταν δημοσιογράφος. Ούτε και ο Κούρτοβικ είναι (αν θυμάμαι καλά, βιολογία σπούδασε).

Ο Άρης επίσης προβληματίζεται με το πλήθος των ανθρώπων που γράφουν για το είδος της μουσικής που αποκαλούμε «ανεξάρτητη», το οποίο πράγματι είναι μεγάλο, ίσως και σε λίγο γραφικό βαθμό. Η ανάπτυξη του Internet σίγουρα έβαλε κάτι παραπάνω από ένα δαχτυλάκι (και τα δύο χέρια θα έλεγα!) σε αυτή την εξέλιξη, δίνοντας ένα βήμα πρωτόγνωρης ελευθερίας έκφρασης στους έως τότε παθητικούς αναγνώστες. Και πιστεύω ότι κάπως χαλάρωσε την κυριαρχία της αυθεντίας. Καλός ο Ζήλος και ο Πετρίδης, καθόρισαν την πρώτη επαφή μας με το μαγευτικό σύμπαν της μουσικής, αλλά κάποια στιγμή, παρά τη θέληση τους, εξελίχθηκαν σ’ ένα είδος καθεστώτος που θύμιζε τα χρόνια της καθηγητικής έδρας στα πανεπιστήμια. Ασφαλώς και χάρις στο Internet αυξήθηκε και η σαβούρα, το spam. Αλλά τελικά πιστεύω κανείς δεν έχασε από την πολυφωνία. Γιατί όπως έχω γράψει ουκ ολίγες φορές, μέσα από την ποσότητα θα αναδειχθεί και η ποιότητα… Περισσότερα σκουπίδια, αλλά και περισσότερα διαμάντια.

Όσον αφορά τώρα τα σχόλια, πολλές φορές κακόβουλα, τα οποία δέχεται ο κάθε κριτικός, πιστεύω ότι είναι κατά κάποιον τρόπο αναπόφευκτα! Το πιο ενοχλητικό για μένα όμως είναι ότι τα περισσότερα δεν αφορούν σκέψεις, γνώμες, απόψεις… Στην περίπτωση αυτή η σκληρότητα και η μαχητικότητα όχι μόνο είναι δικαιολογημένες, αλλά σχεδόν επιβεβλημένες θα έλεγα. Τις περισσότερες φορές αναλώνονται σε προσωπικές επιθέσεις, προσβολές, και ειρωνείες του κλασικού νεοελληνικού μάγκικου «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;». Και ο διάλογος για τον οποίο όλοι φουσκώνουν σαν διάνοι από υπερηφάνεια λέγοντας ότι ανακαλύφθηκε» (sic) από τους αρχαίους προγόνους μας (δις-sic!), καταλήγει ένας μονόλογος με πετριές ύβρεων και συνθημάτων. Αγαπημένη δε ύβρις φαίνεται ότι είναι το «αγάμητος». Προφανώς το ότι οι ίδιοι ..βατεύουν (αλλιώς δεν θα το χρησιμοποιούσαν ως ύβρι!) το θεωρούν σαν κάτι πολύ σπουδαίο, αγνοώντας ότι πρόκειται για κάτι στο οποίο με ιδιαίτερη επιτυχία (και με πολύ λιγότερα taboo!) επιδίδεται ολόκληρος ο ζωικός κόσμος.

Τελοσπάντων, ας επιστρέψω στο κείμενο που διάλεξα και αποτέλεσε αφορμή για αυτά τα σχόλια. Διαβάστε το, είναι ένα κείμενο γεμάτο ψίχα, με προβληματισμό χρήσιμο τόσο σε γραφιάδες όσο και αναγνώστες. Μπορεί να αναφέρεται στον κόσμο του βιβλίου, αλλά τα πράγματα δεν διαφοροποιούνται ιδιαίτερα στο χώρο της μουσικής. Αν δυσκολεύεστε, απλώς αντικαταστήστε τη λέξη βιβλίο με το δίσκο! Και αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε (για όσους βαριέστε να το διαβάσετε ολόκληρο), είναι αυτή η άποψη ότι και ο κριτικός κρίνεται. Γιατί κι αυτός ένα έργο τέχνης φτιάχνει, δευτερογενές μεν, έργο δε…. Οι υπογραμμίσεις και ένα σχόλιο σε πλάγια γράμματα δικά μου.

1. Ο ρόλος του κριτικού σήμερα (Κριτική της κριτικής)
«Ο κριτικός δεν πρέπει να εξαιρεί από τον έλεγχό του την ίδια του τη δουλειά. Πρέπει να δίνει το υλικό για να αμφισβητηθεί όχι απλώς η συγκεκριμένη κριτική του για ένα ορισμένο βιβλίο, όχι απλώς το πόσο ακριβοδίκαιος κατόρθωσε να είναι στη μια ή την άλλη περίπτωση, αλλά η ίδια η ιδιότητα και η λειτουργία του κριτικού. Μόνον αν απομυθοποιήσει το ίδιο του το έργο, αν δηλαδή επισημάνει στο κοινό τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς του, μόνο τότε νομιμοποιείται να λειτουργεί απομυθοποιητικά και ως προς τα κείμενα που κρίνει. Διαφορετικά ο κριτικός, δολίως ή εν αγνοία του, αναδέχεται το ρόλο της αυθεντίας που του απονέμει η θέση του και το όποιο κύρος του και από τη στιγμή εκείνη είναι αναπόφευκτο να αποκτά η δουλειά του συντηρητικό χαρακτήρα: ο κριτικός ενσωματώνεται σ’ ένα ιερατείο, που αξιοθετεί και αξιολογεί για λογαριασμό άλλων» ….

«Αλλά τα ανοιχτά μάτια δεν βλέπουν τίποτα, όταν είναι κλειστή η ψυχή. Αν πέρασε η εποχή της ιδεολογικής τρομοκρατίας στον χώρο της πνευματικής δημιουργίας, αυτό δεν σημαίνει ότι ανέτειλε η εποχή της ελεύθερης και γόνιμης συζήτησης γύρω από τα πνευματικά δημιουργήματα. Μια τέτοια συζήτηση μπορεί πράγματι να γίνει χωρίς προδεδομένες ιδεολογικές σταθερές, και μάλιστα είναι γονιμότερη και ουσιαστικότερη όταν διεξάγεται χωρίς αυτές. Αλλά δεν μπορεί να γίνει χωρίς θέση, χωρίς σκοπιά. Και σκοπιά σημαίνει, σε τελική ανάλυση, να θέτει κανείς στον εαυτό του ένα βασικό ερώτημα: Τι σημαίνει αυτό το βιβλίο για μένα; Πόσο με αφορά, πόσο με απασχολεί; Αν η ομολογημένη ή ανομολόγητη απάντηση που δίνει κανείς μετά την ανάγνωση του βιβλίου είναι αρνητική, είναι αδύνατο να προχωρήσει σε μια συζήτηση αυτού που διάβασε με τον εαυτό του ή με άλλους. Αν, αντίθετα, η απάντηση είναι θετική, τότε το βιβλίο, ανεξάρτητα από το πώς το αξιολογεί κανείς, έχει κερδίσει την πρώτη και κρισιμότερη μάχη του: έχει διεγείρει τη συνείδηση του αναγνώστη ή του κριτικού, έχει ήδη εισβάλει στον κόσμο του»….

«Η κατάσταση του κριτικού δεν διαφέρει θεμελιακά από εκείνη του αναγνώστη. Ο κριτικός σήμερα, δεν είναι παρά ένας συστηματικός αναγνώστης, συνοδοιπόρος και όχι οδηγός του απλού αναγνώστη στη μεγάλη περιπλάνηση μέσα στον κόσμο των βιβλίων. Η δουλειά του είναι μια συνεχής άσκηση ευαισθησίας. Όχι επίδειξη, άσκηση. Ο κριτικός είναι εκτεθειμένος στους ίδιους κινδύνους που απειλούν τον απλό αναγνώστη. Ίσως έχει περισσότερη επίγνωση τους, αυτό δεν τον κάνει άτρωτο. Η συστηματική άσκηση της κριτικής είναι τρόπος συνεχούς εγρήγορσης, τελειοποίησης των ανιχνευτικών μηχανισμών του αναγνώστη, και τέλος πρόταση για διάλογο: Ο κριτικός απευθύνεται στον αναγνώστη, αλλά και στον συγγραφέα (γιατί ο συγγραφέας που αξίζει αυτό τον τίτλο ψάχνει κι ο ίδιος, δεν εμφανίζεται ως προφήτης ή ανθρωποβοσκός) και λέει: «Μήπως εδώ κρύβεται μια κακοτοπιά; Μήπως εκεί υπάρχει ένα μονοπάτι;…»

«Στην πράξη, το ελάχιστο που μπορεί κανείς να ζητήσει από τον κριτικό είναι:
Α) να παρουσιάζει στο κοινό τα πειστήρια, που τον κάνουν να πιστεύει ότι ορισμένα βιβλία έχουν μια κίβδηλη λάμψη, ότι οφείλουν την απήχηση τους στη μόδα, τη διαφήμιση, τις δημόσιες σχέσεις του συγγραφέα ή την κολακεία των λιγότερο κολακευτικών πλευρών του αναγνώστη (προσκόλληση σε βολικούς μύθους ή μισές αλήθειες, νωθρή υποταγή στην παράδοση κλπ). Να καταγγέλει τα βιβλία που διαλαλούν μεγάλα ψέματα με το περίβλημα ελκυστικών αληθειών (ακόμα και όταν δεν είμαστε σίγουροι ποια είναι η αλήθεια, μπορούμε να διακρίνουμε το ψέμα!). Να ξύνει και να διαλύει το επίχρισμα του βιβλίου για να φτάσει σε βαθύτερα στρώματα, που ίσως κρύβουν ιδέες και στάσεις πολύ πιο αμφισβητήσιμες απ’ όσο αυτές που φαίνεται να αντιπροσωπεύει το βιβλίο.

Β) Να ξύνει και να διαλύει το επίχρισμα του βιβλίου, για να φτάσει σε βαθύτερα στρώματα, που ίσως περιέχουν κρυμμένες αλήθειες, άγνωστες πτυχές της ζωής και της ψυχής μας. (…) Να εκτιμά και ν’ αναδείχνει τα βιβλία που ανακαλύπτουν κάποιους αφανείς δεσμούς ή κάποιες καινούργιες ψηφίδες, που θα μας πάνε ένα βήμα πιο πέρα στην προσπάθεια μας ν’ ανασυνθέσουμε το μωσαϊκό του Είναι μας, να πετύχουμε μια νέα, πρωτότυπη ενότητα»

2. Από τον κριτικό στην κριτική
1. Πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι μια κριτική;
Μια και οι αντικειμενικές αλήθειες είναι ελάχιστες σ’ αυτή τη ζωή (όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, καλύτερα νέος και υγιής παρά γέρος και άρρωστος, και μερικές άλλες ακόμα) μια κριτική είναι, προφανώς, τόσο πιο αντικειμενική όσο λιγότερο απομακρύνεται από το στέρεο έδαφος τέτοιων αληθειών. Τελικά η αντικειμενική κριτική για κάτι τόσο υποκειμενικό όσο ένα έργο τέχνης, είναι η αδιάφορη σιωπή.

2. Πόσο αντικειμενική πρέπει να είναι μια κριτική; Αυτή η ερώτηση είναι σοβαρότερη από την πρώτη (που ωστόσο τίθεται συχνότερα), γιατί φανερώνει επίγνωση των παγίδων της «αντικειμενικότητας». Μια κριτική δεν πρέπει να είναι λιγότερο αντικειμενική απ’ όσο χρειάζεται για να πείθει, ούτε περισσότερο αντικειμενική απ’ όσο χρειάζεται για να συγκινεί. Πείθει όταν ανακαλύπτει πράγματα που μπορούν δουν και άλλοι. Και συγκινεί όταν μεταδίνει στον αναγνώστη κάτι από τη διέγερση που οδήγησε τα βήματα του κριτικού σ’ αυτές τις ανακαλύψεις.

3. Πόσο νηφάλια πρέπει να είναι μια κριτική; Μόνο τόσο όσο χρειάζεται για ν’ αφουγκραστεί σωστά αυτό που λέει ο συγγραφέας. Από κει και πέρα δεν είναι κακό να γράφεται «εν θερμώ». Οι πολύ νηφάλιες κριτικές κινδυνεύουν να είναι ανούσιες.

4. Πόσο πρέπει μια κριτική να βοηθάει τον συγγραφέα; Η κριτική δεν πρέπει να γράφεται για να βοηθήσει τον συγγραφέα. Ο κριτικός δεν είναι βοηθός στα πειράματα του μάγου συγγραφέα (αν και πολλοί συγγραφείς θα ήθελαν να παίζει αυτό το ρόλο). Πρέπει να είναι ο έντιμος αντίπαλος του στον δημόσιο διάλογο που κάθε ενδιαφέρον βιβλίο (ανεξάρτητα από θετικές ή αρνητικές κρίσεις) αξίζει να προκαλεί. Και η αντιπαλότητα του προς το συγγραφέα πρέπει να αρχίζει και να τελειώνει με αυτό το διάλογο. Ο συγγραφέας, ως συγγραφέας, ωφελείται και διδάσκεται περισσότερο από έναν τέτοιο αντίλογο (και η κριτική, ακόμα και όταν είναι επιδοκιμαστική, είναι ουσιαστικά αντίλογος) παρά από την επιδαψίλευση δοξαστικών. Με αυτή την έννοια, η κριτική βοηθάει τον συγγραφέα. Κανένας συγγραφέας δεν γράφει ένα βιβλίο για να είναι το τελευταίο του. Και κανένας διάλογος δεν τελειώνει εκεί που σταματάει…

5. Πόσο σκληρή επιτρέπεται να είναι μια κριτική; Οσοδήποτε σκληρή. Δεν κρίνονται άνθρωποι, κρίνονται βιβλία. Δεν κρίνεται το δικαίωμα του συγραφέα να λέει αυτό που θέλει, αλλά το δικαίωμα των άλλων να αξιολογούν όπως νομίζουν. Ένα βιβλίο, από τη στιγμή που τυπώνεται και κυκλοφορεί στην αγορά, δεν είναι κραυγή αγωνίας ή απόπειρα «ανθρώπινης» επικοινωνίας (κι ας γράφονται τέτοια για πολλά βιβλία). Οι κραυγές αγωνίας σβήνουν ώσπου να φτάσουν στο τυπογραφείο, και όσοι θέλουν να επικοινωνήσουν «ανθρώπινα» με τους άλλους μέσω των βιβλίων τους ζητούν στην πραγματικότητα μια εντελώς ανισότιμη σχέση. Ένα βιβλίο, το οποιοδήποτε βιβλίο, είναι μια πρόταση ζωής, εκφράζει μια στάση που τίθεται οικειοθελώς υπό συζήτηση. Η σκληρή αντιμετώπισή της, όταν είναι έντιμη, αντανακλά, στην καλύτερη περίπτωση, την ίδια τη σπουδαιότητα και την εμβέλειά της, πράγμα που φυσικά περιποιεί τιμή στο συγγραφέα. Στη χειρότερη περίπτωση, όταν το βιβλίο οδεύει προς τη μυθοποίηση και την ανακήρυξή του σε ταμπού, είναι η δικαιοσύνη της αντίστιξης μέσα στον ωκεανό της ταυτοφωνίας…

6. Πότε νομιμοποιείται η κριτική να παρακάμπτει την αισθητική αξία ενός βιβλίου; Ποτέ. Η αισθητική αξία ενός λογοτεχνήματος δεν είναι απλώς μία εκδοχή του, είναι το μέτρο της αλήθειας του. Το Ωραίο εγκατοικεί στις υπόγειες σήραγγες που συνδέουν ένα βιβλίο με τα έγκατα της ψυχής μας. Εκεί κάτω ψάχνει ο κριτικός για την ουσία του βιβλίου. Και ότι ανασύρει στην επιφάνεια δεν είναι ποτέ άσχετο με την ομορφιά-ή την απουσία της.

7. Η κριτική, όμως, δεν πρέπει τάχα ν’ αντιμετωπίζει ένα βιβλίο πρωταρχικά ως ένα αισθητικό γεγονός; Είναι ζήτημα αν όσοι υποστηρίζουν αυτό συνειδητοποιούν τι λένε. Ένα λογοτεχνικό έργο είναι αισθητικό γεγονός όπως και αν το αντιμετωπίσουμε, είτε το θέλουμε είτε όχι. Η αισθητική φύση του δεν είναι αντικείμενο, αλλά προϋπόθεση της κριτικής ανάλυσης. Αν η συγγραφή ενός λογοτεχνικού έργου είναι η πορεία από το βίωμα προς την αισθητική μετουσίωσή του, η κριτική είναι η ανάδρομη πορεία από το αισθητικό φαινόμενο προς τη ζωή. Ένα λογοτέχνημα δεν μας αφορά επειδή είναι αισθητικό γεγονός, αλλά επειδή κάνει αισθητικό γεγονός κάτι άλλο που μας αφορά. Ότι φαίνεται να υπονοεί η (κατά τα άλλα ταυτολογική) πρόταση ότι ένα λογοτεχνικό βιβλίο είναι πρωταρχικά αισθητικό γεγονός, είναι ότι η λογοτεχνία πρέπει να μας συγκινεί επειδή είναι ωραία, δεν είναι ωραία επειδή μας συγκινεί. Μια τέτοια δογματική μεταφυσική θα ήταν συνεπής, αν απέρριπτε κάθε συζήτηση γύρω από την λογοτεχνική δημιουργία (και μερικές φορές έχει πράγματι αυτή τη συνέπεια…)

8. Πόσο πρέπει να προσαρμόζεται η κριτική στις ευαισθησίες του συγγραφέα; Δεν πρέπει να προσαρμόζεται σ’ αυτές, αλλά να τις ανιχνεύει. Οι ευαισθησίες του συγγραφέα, όπως και κάθε ανθρώπου, μας κερδίζουν ή δεν μας κερδίζουν, μας αφορούν ή δεν μας αφορούν. Καθήκον της κριτικής είναι ν’ αναλύσει και να εξηγήσει την πιθανή σχέση τους με τις ευαισθησίες άλλων, και ποιων. Ο κριτικός, ως αναγνώστης, μπορεί να ταυτίζεται συμπαθητικά με τον συγγραφέα, η κριτική όμως όχι. Ο χαμαιλέοντας δεν αντιλαμβάνεται τα χρώματα του δάσους καλύτερα απ’ όσο ο άνθρωπος. Το αντίθετο συμβαίνει.

9. Πόσο κατηγορηματική επιτρέπεται να είναι μια κριτική; Μια κριτική δεν είναι η δίκη ενός βιβλίου. Σκοπός της δεν είναι να βρει την αλήθεια, με τη φιλοσοφική έννοια, αλλά να διατυπώσει έναν από τους, ενδεχομένως πολλούς, τρόπους θεώρησης του βιβλίου, εκείνον που ο κριτικός νομίζει πιο ενδιαφέροντα. Η κριτική δεν πρέπει να υποκαθιστά ή να συμπυκνώνει όλες τις συζητήσεις γύρω από ένα βιβλίο (ο κριτικός που έχει τέτοιες αξιώσεις από το έργο του είναι επικίνδυνα αλαζονικός), αλλά ν’ αποτελεί έναν από τους πολλούς πόλους της ζύμωσης που πρέπει να προκαλεί ένα αξιόλογο βιβλίο. Ο ρόλος μιας τέτοιας κριτικής είναι λιγότερο φιλόδοξος, αλλά περισσότερο δημιουργικός από εκείνον της «ισόρροπης» κριτικής. Η Αλήθεια είναι σύνθεση αντιθέσεων, και τέτοιες συνθέσεις πολύ σπάνια γίνονται στον εγκέφαλο ενός μεμονωμένου ανθρώπου, εκτός και αν έχει μια σοφία που πολύ λίγοι κριτικοί θα τολμούσαν να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους. Με αυτή την έννοια, μια κατηγορηματική κριτική μπορεί, παρά τα φαινόμενα, ν’ αντανακλά περισσότερη ταπεινοφροσύνη απ’ όσο μια επαμφοτερίζουσα.

10. Γιατί αυτός ο δεκάλογος αναφέρεται στην κριτική και όχι στον κριτικό; Γιατί ο κριτικός πρέπει να εξαφανίζεται πίσω από την κριτική του, όπως ο συγγραφέας πρέπει να εξαφανίζεται πίσω από το έργο του. Όπως ένα καλό λογοτέχνημα είναι μια πράξη αυτοϋπέρβασης του δημιουργού του, έτσι και μια καλή κριτική πρέπει να είναι μια πράξη αυτοϋπέρβασης του κριτικού. Ο κριτικός προσπαθεί με την κριτική του να δώσει συγκεκριμένη μορφή και κατεύθυνση στα συγκεχυμένα, και πολλές φορές αντιφατικά αισθήματα που γέννησε μέσα του η αναμέτρησή του μ’ ένα βιβλίο. Ο κριτικός έχει κατά κανόνα λιγότερες βεβαιότητες από τον μέσο αναγνώστη. Η κριτική του απορρέει από την ανάγκη του να ξεπεράσει, όσο είναι δυνατό, την αβεβαιότητα που παράγει η επίγνωση των ελλείψεων και των αδυναμιών του. Η κριτική ανάλυση είναι μια διαδικασία κατά την οποία ο κριτικός κοσκινίζει ολόκληρα βουνά από ιδέες και σκέψεις για να καταλήξει σε κάποια ψήγματα γνώσης. Η γνώση ανήκει στο κοινό του, τα μπάζα στον ίδιο. Και συνήθως είναι περισσότερο σίγουρος για τα μπάζα παρά για τη γνώση που παρήγαγε. Γι’ αυτό: δεν υπάρχει έγκυρος κριτικός, μόνον έγκυρη κριτική. Με την δεύτερη θα έπρεπε ν’ ασχολούμαστε, όχι με τον πρώτο»….

«Έπειτα από εκατό χρόνια θα έχουν μείνει τέσσερα-πέντε βιβλία από την εποχή μας που θα διαβάζονται ακόμα. Τίποτα άλλο. Ούτε οι κακίες των σημερινών συγγραφέων (και κριτικών θα προσέθετα!), αλλά ούτε η αίγλη των περισσοτέρων ανάμεσα τους. Και φυσικά, ούτε ο ιδρώτας και η χολή που έχυσαν στις λογής λογής προσπάθειές τους ν’ αποκτήσουν ή να διαφυλάξουν αυτή την αίγλη».

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε