First World War Blues (1914-1918)

Το εντυπωσιακό Intercity-Express το οποίο συνδέει τη Φρανκφούρτη με το Παρίσι, τελευταία στάση σε γερμανικό έδαφος το Saarbruecken, σε λιγότερο από δύο ώρες θα είμαστε στον Gare de l’ Est, διασχίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα ατελείωτες πράσινες εκτάσεις με πλήθη από αδιάφορες αγελάδες να μηρυκάζουν τεμπέλικα. Αν δε σταματούσε για λίγα λεπτά η αμαξοστοιχία για να αλλάξει η τάση του ρεύματος στο γαλλικό δίκτυο, δε θα γινόταν καν αντιληπτή η διάβαση των συνόρων, η εξοχή είναι ίδια και απαράλλαχτη, η γεωγραφική ονομασία έχει αλλάξει μόνο, η περιοχή είναι τώρα η Αλσατία. Καμπαναριά από μικρά χωριουδάκια ξεκόβονται στον ορίζοντα, σε κάθε ένα από αυτά τα χωριά υπάρχει στην κεντρική πλατεία ένα μνημείο με ονόματα, πεσόντες από τον Μεγάλο Πόλεμο, La Grande Guerre, τα χρόνια μεταξύ του ’14 και του ’18. Στον αυτοκινητόδρομο Παρίσι-Λιλ ο παρατηρητικός ταξιδιώτης μπορεί να εντοπίσει πινακίδες οι οποίες δείχνουν προς «La Grande Guerre», κάπου εδώ βρίσκεται το πεδίο της μάχης του Σομ. Ο πόλεμος σαν τουριστική ατραξιόν. Η ειρωνεία της ιστορίας μοιάζει μερικές φορές σχεδόν συγκινητική…


Franz FerdinandΉταν μια καλοκαιρινή ημέρα η 28η του Ιουνίου του 1914, ζεστή, κυριακάτικη. Τότε που ο διάδοχος του αυστρο-ουγγρικού θρόνου, ο Φραγκίσκος-Φερδινάνδος, ο Franz Ferdinand (αν σας θυμίζει κάτι το όνομα, έχετε απόλυτο δίκιο) έπεφτε δολοφονημένος από το χέρι (το πιστόλι βασικά) ενός Σέρβου εθνικιστή, του Gavrilo Prinzip. Η ιστορία συνεχίζει να παίζει τα παιχνίδια της, ο διάδοχος είχε μόλις γλιτώσει από τις βόμβες των συνωμοτών, μια στραβοτιμονιά της τύχης όμως, ένα λάθος στενό στην πορεία του τον έφερε μπροστά στην κάνη της μοίρας του. Κανείς στην Ευρώπη τότε δε φανταζόταν ότι αυτή θα είναι και μια μοιραία ημέρα για την ήπειρο ολόκληρη. Για τον κόσμο ολόκληρο. Μια ημέρα η οποία θα ρίξει μια σκιά η οποία θα φτάσει ως και τις ημέρες μας. Και ειδικά πάνω σε τούτη την πόλη, ίσως την μοιραία πόλη του αιώνα. Όμορφη, χτισμένη σε ένα ονειρικό ορεινό σκηνικό. Το Σαράγιεβο. Θα μπορούσε να είναι και τόπος …διακοπών. Η ειρωνεία της ιστορίας μπορεί να είναι και αιματοβαμμένη. Το διάτρητο από σφαίρες αυτοκίνητο του διαδόχου βρίσκεται στο Πολεμικό Μουσείο της Βιέννης. Ατραξιόν για τους τουρίστες.

Και μετά από την ημέρα εκείνη, όλα ακολούθησαν σαν ένα ντόμινο της παράνοιας. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, σαν υπνοβάτες (όπως σημειώνει στο ομώνυμο βιβλίο του ο Άγγλος ιστορικός Christopher Clark), σχεδόν κατά λάθος, μπήκαν στο χορό, αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις, κηρύξεις πολέμου, εισβολές, και έτσι μέσα λίγες εβδομάδες βρέθηκαν όλοι εναντίον όλων. Μετά από σχεδόν μισό αιώνα ειρήνης, μισό αιώνα belle epoque, μισό αιώνα ωραίων καιρών. Θα φαντάζουν ακόμη πιο ωραίοι συγκρινόμενοι με αυτούς που θα επακολουθήσουν.

Στην αρχή όλα φάνταζαν διαφορετικά. Οι ρήτορες είχαν πάρει φωτιά, τα πλήθη δονούνταν, ένας εθνικιστικός πυρετός και ένας εύθυμος πατριωτισμός είχε καταλάβει τις μάζες, όλο το πολιτικό φάσμα απ’ άκρη εις άκρη, μόνο κάτι γραφικοί κομμουνιστές έμειναν απέξω, ο μεγάλος Ζαν Ζορές πυροβολήθηκε από έναν Γάλλο εθνικιστή και οι γάλλοι και γερμανοί σοσιαλιστές οι οποίοι λίγες μόλις ημέρες πριν αγκαλιάζονταν στην Β’ Διεθνή πήραν και αυτοί τα όπλα για να σώσουν την πατρίδα. Και έτσι η νεολαία πετώντας ψηλά τα καπέλα, με γιορτές, παρελάσεις, ζητωκραυγές μπήκε (ακόμη και εθελοντικά) σε πακτωμένα τραίνα για τα μέτωπα, για να γράψει νέες σελίδες μεγαλοσύνης, ανδρείας και τιμής, έτσι δεν δίδασκε άλλωστε η επική ποίηση τόσων αιώνων; «Μοιάζει με ένα μεγάλο πικνίκ, αλλά χωρίς το άσκοπο του πικνίκ» έγραφε τότε ένας άγγλος λοχαγός.


SarajevoΗ ειρωνεία της ιστορίας όμως θα είναι αμείλικτη, δε θα σεβαστεί ιδανικά, ιδεώδη, σημαίες, ηρωικά λόγια, και θα ξυπνήσει για τα καλά το πιο βαθύ μαύρο του ανθρώπινου κτήνους, σε ένα νοσηρό ταξίδι στην άκρη της νύχτας, όπου η δήθεν (αυτοβαυκαλιζόμενα) πολιτισμένη Ευρώπη θα βυθιστεί σε ένα βάρβαρο όργιο βίας, ένα τετραετές λουτρό αίματος, τα νούμερα θα είναι τόσο αδιανόητα μεγάλα που η αίσθηση του μεγέθους χάνεται. Έτσι είναι, ανέκαθεν τα έπη των ποιητών μύριζαν χυμένα άντερα, κομμένα μέλη, δυσωδία και βούρκο, δηλητηριασμένο αέρα και αίμα, καταλαβαίνω απόλυτα εκείνους που έλεγαν «θάνατος στους ποιητές/σε αυτούς που τα σκατά τα κάνουν ήλιο και θάλασσα» (άκου Όρα Μηδέν).

Μέχρι και σήμερα ακόμη σπάζουν τα κεφάλια τους και χύνουν λίτρα μελάνης οι ιστορικοί, μπας και μπορέσουν να εξηγήσουν τα ανεξήγητα. Πως έγινε, πως ήταν δυνατόν, τι συνέβη; Ο κόσμος είχε παγκοσμιοποιηθεί σχεδόν όπως το ονειρεύονται οι σημερινοί φιλελεύθεροι, το εμπόριο άκμαζε, τα ταξίδια γίνονταν χωρίς διαβατήρια, νέες επαναστατικές τεχνολογίες και εφευρέσεις είχαν κάνει τη ζωή αφάνταστα πιο άνετη. Ακόμη και οι ηγέτες-βασιλιάδες ήταν (αιμομικτικοί) συγγενείς (οι αυτοκράτορες Αγγλίας, Γερμανίας και Ρωσίας ήταν ξαδέρφια), μιλούσαν στον ενικό και συναντιόνταν σε κοινωνικές εκδηλώσεις και οικογενειακές μαζώξεις. Πως φτάσαμε λοιπόν σε αυτή την παράκρουση, που επωάζονταν όλα αυτά τα μίση που έφτασαν στο σημείο της απάρνησης της ανθρώπινης ιδιότητας στον εχθρό; Έφταιξε η επεκτατικότητα των κακών Γερμανών, η ασφυξία από την έλλειψη αποικιών, η εκδικητικότητα των Γάλλων για παλιότερες ήττες, η προάσπιση των ναυτικών κεκτημένων της Αγγλίας, η αγωνιώδης πάλη για επιβίωση αυτοκρατοριών που κατέρρεαν (Οθωμανική, Αυστρο-ουγγρική, Ρωσική); Πολλά τα ερωτήματα, ακόμη περισσότερες οι απαντήσεις, πολλές φορές ακολουθώντας ευκολίες, μανιχαϊστικές αντιλήψεις, αβασάνιστα εκ των υστέρων συμπεράσματα, ιδεολογικές και εθνικές προβολές και ευσεβείς επιθυμίες. Η ιστορία ως γνωστόν συνήθως δηλώνει περισσότερα για το παρόν παρά για το παρελθόν, όσο κι αν ακούγεται αυτό οξύμωρο.


Ενθουσιασμός για το μέτωποΜέσα στα πλαίσια αυτά έχουν και οι επέτειοι τη δική τους σημασία. Είτε μιλάμε για έθνη είτε για ανθρώπους. Είτε για ατομική είτε για συλλογική μνήμη. Ειδικά ο αριθμός 100 «κινητοποιεί, πραγματεύεται τη μνήμη, το χρόνο, ορίζει επετείους, προκαλεί εορτασμούς, δίνει πανηγυρικά τον τόνο» γράφει στο πρόσφατο εμπνευσμένο βιβλίο του «100» ο Γιάννης Ευσταθιάδης. Έτσι, το 2014 είναι ένα έτος μνήμης. Και θα σημαδευτεί από μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις, γιορτές και πανηγύρια με «πάσαν επισημότητα», εκδόσεις, ταινίες, κάθε είδους memorabilia.

Αλλά το 2014 είναι και ένα έτος του …τώρα. Γιατί σε πολλά μέρη του κόσμου ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ακόμη παρόν. Με τις συνέπειες και τις επιπλοκές του να ταλαιπωρούν ακόμη. Και εκεί έχω την εντύπωση ότι δε θα τον γιορτάσουν και πολύ. Εκεί όπου τα φαντάσματα, οι νέοι και νταβραντισμένοι εθνικισμοί που πετάχτηκαν από τις πεσμένες …δρύες των αυτοκρατοριών είναι ακόμη ζωντανά και αιμολάγνα. Στην Ουκρανία για παράδειγμα. Ή στη Μέση Ανατολή. Γιατί οι ρίζες του αέναου αλληλοσκοτωμού σε εκείνα τα χρόνια ανιχνεύονται, στις «διαίρει και βασίλευε» στρατηγικές των Αγγλογάλλων, όσο κι αν αυτές παρουσιάστηκαν αργότερα τεκνικολόρ εξωραϊσμένες σε ψυχαγωγικές χολιγουντιανές περιπέτειες (όπως π.χ. η ύποπτη μορφή του διαβόητου Λόρενς της Αραβίας). Και φυσικά στις ασκήσεις χάρ(τ)ου και στην αυθαίρετη χάραξη των συνόρων (είναι ενδεικτική η ιστορία-μύθος ότι το αδικαιολόγητο «σκαλοπάτι» στα σύνορα μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιορδανίας οφείλεται σε ένα …γλίστρημα του χεριού του Τσόρτσιλ την ώρα που εκείνος τραβούσε τη γραμμή).

Αυτό το γενικότερο «εορταστικό» πλαίσιο ήταν και η αφορμή για το παρόν αφιέρωμα, τραγούδια και μουσικές εμπνευσμένες από τα γεγονότα των καιρών εκείνων, ο απόηχος τους στην ποπ μουσική, τη λαϊκή κουλτούρα, κυρίως των μεταγενέστερων γενεών. Ποπ; Ακούγεται και αυτό σαν ειρωνεία της ιστορίας; Μπορείτε να το δείτε και έτσι…


Η τριανδρία ΒενιζέλουΚαι ας ξεκινήσουμε τη μουσική περιδιάβαση από που αλλού; Από τα δικά μας. Στα μέρη μας η επέτειος του πόλεμου πιθανότατα θα περάσει μάλλον απαρατήρητη. Δεν είναι τόσο ότι γενικά έχουμε μια ελληνοκεντρική προσέγγιση απέναντι στην ιστορία και στα γεγονότα τα οποία τιμούμε (π.χ. η οδός Μάρνη είναι ίσως ένας από τους ελάχιστους δρόμους οι οποίοι είναι αφιερωμένοι σε γεγονότα στα οποία δεν συμμετείχαν έλληνες). Και όχι ότι δεν συμμετείχαμε στον πόλεμο (έστω κι αργά), η γνωστή μάχη του Σκρα σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται. Κατά κάποιον τρόπο υπήρξαμε κιόλας πρωτοπόροι, οι Βαλκανικοί πόλεμοι του ’12 και του ’13 ήταν ουσιαστικά ένα πρελούδιο της σύγκρουσης συμβάλλοντας και στο προσωνύμιο «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» για τη χερσόνησο μας. Και παρά την καθυστερημένη της άφιξη στο …πάρτυ η χώρα βγήκε εδαφικά κερδισμένη από τη μοιρασιά του οθωμανικού κουφαριού, με τις ονειρώξεις της Μεγάλης Ιδέας να ικανοποιούνται σε μεγάλο βαθμό. Πως εξηγείται λοιπόν αυτή η «αμνησία»; Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αμνησία, περισσότερο είναι ένας μηχανισμός απώθησης δυσάρεστων γεγονότων. Όπως της επονομαζόμενης Μικρασιατικής Καταστροφής η οποία ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα. Γιατί για την Ελλάδα «ο πόλεμος δεν τελείωσε το 18». Είναι επίσης και ο τραυματικός «εθνικός διχασμός». Τότε που η ελληνική πολιτική είχε χωριστεί ανάμεσα στον ουδετερόφιλα γερμανόφιλο βασιλιά και τον φιλο-αντατικό Βενιζέλο. Τότε που ο Βενιζέλος μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη μπαίνοντας επικεφαλής στο κίνημα «της (Εθνικής) Αμύνης των παιδιών», η Ελλάδα χωρίστηκε σε κράτος των Αθηνών και κράτος της Θεσσαλονίκης (με κατάλοιπα τα οποία φτάνουν μέχρι σήμερα, ακόμη και σε ελάσσονος σημασίας χώρους όπως το ποδόσφαιρο). Και ήταν τότε που οι σύμμαχοι αποφάσισαν να επέμβουν αγνοώντας τους ιθαγενείς στέλνοντας στρατά και κανονιοφόρους να κάνουν τη δουλειά. Ωραίες εποχές, όχι ότι άλλαξαν και πολύ τα πράγματα, απλά σήμερα δεν έχουμε την τύχη για τέτοιες «υπερπαραγωγές», οι επεμβάσεις γίνονται πια με πιο σικ και γραβατοφορεμένους τρόπους.

Στα γεγονότα αυτά αναφέρεται και το πολύ γνωστό (ακόμη κι από τα ρεμπετοσκυλάδικα) τραγούδι «Της Αμύνης τα παιδιά», πιο πολύ πέρασε στις σημερινές γενιές με την πιο γλεντζέδικη εκδοχή του Ξαρχάκου και παραλλαγμένους στίχους από τον Νίκο Γκάτσο και την Αγαθή Δημητρούκα. Στην πραγματικότητα το κομμάτι λεγόταν «Ο Μακεδών» (εννοώντας προφανώς τον …Κρητικό Βενιζέλο) ενώ τον αρχικό συνθέτη και στιχουργό τον έφαγε η μαρμάγκα του χρόνου (στο διαδίκτυο κυκλοφορεί μια εκτέλεση εποχής από την Ελληνική Εστουδιαντίνα).


EuropeΑπό την άλλη, στη …φίλη Γερμανία το σκάλισμα της μνήμης έχει γίνει κάτι σαν εθνικό σπορ, και καλώς έχει γίνει, οι ευθύνες που την βαραίνουν είναι βαρύτατες και αναμφισβήτητες. Ένας δίσκος ο οποίος μεταφέρει κατά κάποιον τρόπο στον κόσμο των ήχων την επεξεργασία και τον αναστοχασμό πάνω στη μνήμη (πριν μάλιστα αυτό γίνει γενικευμένη μόδα), είναι το έργο που έφτιαξαν συνεργατικά ο θεατρικός συγγραφέας Andreas Ammer και ο πρώην Neubauten FM Einheit, με τίτλο «Deutsche Krieger», το πρώτο μέρος του οποίου ασχολείται με τον Κάιζερ Γουλιέλμο (τα άλλα δύο αφορούν τον Αδόλφο και την Ούλρικε). Πολλά sample από ντοκουμέντα, επίκαιρα και ομιλίες της εποχής, περασμένα από σύγχρονα ηλεκτρονικά φίλτρα σε έναν δίσκο πραγματικό υπόδειγμα σπουδής του παρελθόντος.

Αν πάντως έπρεπε να διαλέξω μία μόνο μουσική, ένα κομμάτι στο οποίο να αντηχεί ολόκληρη η ιστορία του 20ου αιώνα αυτό θα ήταν η «Suite No. 2, Op. 24» («Niemandsland») του Hanns Eisler. Ενός περίφημου συνθέτη κυρίως του μεσοπολέμου, συνεργάτη μεταξύ άλλων και του Μπερτόλδου του Μπρεχτ, ο οποίος δεν είναι τόσο γνωστός όσο ο Kurt Weil στον χώρο μας (ίσως γιατί δεν τον διασκεύασε ο Cave;), ο οποίος έγραψε το 1931 τη μουσική για την ταινία του Ρώσου εμιγκρέ στο Βερολίνο σκηνοθέτη Victor Trivas «Niemandsland», μια ταινία η οποία μετέδιδε ένα πολύ προκλητικό για την εποχή αντιπολεμικό μήνυμα. Αξέχαστη είναι η σκηνή του τέλους όπου οι στρατιώτες όλων των εμπόλεμων δυνάμεων συναδελφώνονται και καταστρέφουν με μανία τα συρματοπλέγματα των χαρακωμάτων). Τα αμέσως επόμενα χρόνια το «Marschtempo» του έργου θα αποκτήσει στίχους ως «Der heimliche Aufmarsch», θα υιοθετηθεί από την κομμουνιστική αριστερά της Γερμανίας και μετά τον πόλεμο θα ταυτιστεί σχεδόν εμβληματικά με το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας. Ακούστε την ερμηνεία του σπουδαίου Ernst Busch, με αυτό το σκληρό μέταλλο στη φωνή, ξεσηκωτικό, σχεδόν σε κάνει να αναζητάς ένα όπλο και ένα λάβαρο για να κατέβεις στους δρόμους. Αξίζει επίσης να αναζητήσετε και την εκτέλεση-διασκευή-διαστροφή που επιχείρησαν οι Arbeit στον δίσκο «Marx» του 2004, έναν από τους πολύ ιδιαίτερους (και ακόμη ανεξερεύνητους) δίσκους της δεκαετίας των μηδενικών.


LetΠερνώντας απέναντι στη Μάγχη, πατώντας τα εδάφη της Entente Cordiale και παραμένοντας στο ίδιο κλίμα μνήμης, συναντάμε έναν δίσκο από αυτούς που λέμε concept, η γεννημένη το 1968 Polly Jean Harvey φτιάχνει έναν ομιχλώδη δίσκο με τίτλο «Let England shake» ο οποίος σκαλίζει και αυτός πληγές από το παρελθόν της «Glorious land» της. Πληγές; Ναι, γιατί αν και το τέλος του πολέμου βρήκε τους Βρετανούς από την πλευρά των νικητών, τους βρήκε όμως και από την πλευρά των χρεωμένων (εκεί που κάποτε ήταν πιστωτές), το δε ξήλωμα της αυτοκρατορίας όπου «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ» είχε ήδη αρχίσει, ασφαλτοστρώνοντας συνάμα το δρόμο για έναν νέο παγκόσμιο μπάτσο από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Ο δίσκος της Harvey πάντως δεν θρηνεί τα περασμένα μεγαλεία, εστιάζει περισσότερο στη μοίρα του απλού στρατιώτη, εκείνου που πολέμησε σε κατά βάση άσκοπες και αιματηρές (και τελικά αποτυχημένες) εκστρατείες όπως αυτή στην Καλλίπολη (στην οποία αφιερώνει μάλιστα τρία τραγούδια).

Η Καλλίπολη, η μεγάλη χερσόνησος στα παράλια της Μικράς Ασίας με τον σπουδαίο γεωστρατηγικό ρόλο, έχει αποκτήσει και έναν εξίσου μεγάλο συμβολικό ρόλο, καθώς αποτελεί ουσιαστικά τον τόπο γέννησης τριών εθνών. Από τη μία πλευρά, η ηρωική άμυνα των Οθωμανών ανέδειξε ένα νέο αστέρι, τον Κεμάλ, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα θα είναι ο θεμελιωτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους, παίρνοντας και το όνομα Ατατούρκ. Από την άλλη πλευρά, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία έχουν εδώ τις ρίζες της εθνικής τους αυτοσυνείδησης, τόσα χιλιάδες μίλια μακριά από την πατρίδα, εδώ όπου πολέμησαν και έπεσαν κατά χιλιάδες τα μέλη του ANZAC (του Αυστραλιανού και Νεοζηλανδέζικου Εκστρατευτικού Σώματος δηλαδή). Ειδικά η πρώτη, μια χώρα καταδίκων, δεσμοφυλάκων και τυχοδιωκτών, βρήκε στους νεκρούς της Καλλίπολης έναν πιο συνεκτικό και …ευπαρουσίαστο ιδρυτικό μύθο, σήμερα η ημέρα της απόβασης (η 25η Απριλίου) είναι η εθνική εορτή της Αυστραλίας, η ημέρα του ANZAC (παραλίγο να βαφτιστεί έτσι και η πρωτεύουσα πριν αυτή γίνει Καμπέρα). Έτσι είναι, όλα τα έθνη χρειάζονται ήρωες και μύθους, αίμα, νίκες αλλά ακόμη και ηρωικές ήττες, κι ας μην έχουν όλα αυτά πολλές φορές σχέση με την ιστορική αλήθεια (τα ξέρετε από τα δικά μας νομίζω).


AnzacDayΈνα τραγούδι ταυτισμένο με τα γεγονότα εκείνα, ένα από τα καλύτερα αυστραλέζικα τραγούδια όλων των εποχών (όπως το ψήφισαν οι ίδιοι), κι ας μην ακολουθεί με ευλάβεια το εθνικό ηρωοποιητικό ανάγνωσμα (οι στίχοι αφηγούνται την πικρή ιστορία ενός στρατιώτη ο οποίος ακρωτηριάστηκε στην Καλλίπολη και του έμειναν μόνο οι …δάφνες της δόξας), είναι το «…and the band kept playing waltzing Matilda», γραμμένο από τον Σκωτσέζικης καταγωγής Eric Bogle το 1971, το οποίο έκτοτε γνώρισε ουκ ολίγες διασκευές (με αγαπημένη και ίσως πιο γνωστή εκείνη των Pogues).

Μια άλλη χώρα η οποία στα πεδία του θανάτου χαλύβδωσε τη νεαρή και σχετικά εύθραυστη ακόμη εθνική της ενότητα, ήταν και η Ιταλία (αναφέρετε σε έναν Ιταλό π.χ. το όνομα Ιζόντσο). Δίπλα όμως στον πατριωτισμό ποτίστηκε και ο εθνικισμός και κάπου εκεί άρχισε να φυτρώνει και ο φασισμός, θολά και ταραγμένα τα νερά των καιρών, ο σοσιαλιστής Μουσολίνι θα γίνει ο ηγέτης των φαιοχιτώνων, ο δε συγγραφέας Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο βαρεμένος από την εθνικιστική πετριά δεν έμεινε στους πύρινους λόγους αλλά μπήκε και μπροστά στη δράση, εκεί αναφέρεται και ο δίσκος των Ianva «Disobbedisco!», με το πολύ όμορφο σε νεοφόλκ στυλ κομμάτι «La Ballata dell’ ardito» να ξεχωρίζει. Ένας δίσκος ο οποίος ψαρεύει και κινείται στα ίδια αυτά ύποπτα θολά νερά, προνομιακό τόπο γενικότερα για το είδος της neofolk, θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα ονόματα που είχαν ασχοληθεί με την εποχή αυτή, τον Andrew King, τους Sol Invictus, όλο το καλό και κακό συναπάντημα της Old Europe Cafe το οποίο ακροβατεί ανάμεσα στον απροκάλυπτο φασισμό και την πρόκληση. Θα το αποφύγω όμως. Και περισσότερο για αισθητικούς λόγους…


Trenche

Στα χαρακώματα
Αν υπάρχει μία λέξη η οποία συνδέθηκε άρρηκτα στη συλλογική μνήμη με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν τα «χαρακώματα». Αυτές οι σκαμμένες πληγές πάνω στη γη, προστάτες και παγίδες θανάτου συγχρόνως για τους ανθρώπους-ποντίκια, λάσπη, αρουραίοι, φωτιά και θάνατος, μπροστά η έρημη νεκρή χώρα, σεληνιακό τοπίο διάσπαρτο με κρατήρες, η no man’s land. Νομίζω καμία πένα δεν μπόρεσε να μεταφέρει πιο συγκλονιστικά στο χαρτί εκείνη την εμπειρία από αυτή του Έριχ-Μαρία Ρεμάρκ στο «Ουδέν νεότερο από δυτικό μέτωπο» (το είχα διαβάσει μικρός και ακόμη μου έχουν μείνει αποτυπωμένες σκηνές-από τα έργα που πραγματικά μπορεί να σου αλλάξουν τη ζωή). Πολλά χρόνια αργότερα, ο Elton John εμπνεύστηκε από εκεί το ομώνυμο «All quiet on the western front», όμορφο τραγούδι στο γνωστό ελτονικό πιανιστικό στυλ των 80s, το οποίο όμως αποτυγχάνει να πιάσει το πνεύμα του βιβλίου (πως θα μπορούσε άλλωστε εδώ που τα λέμε;) Χαρακώματα είχαν στηθεί και στα δικά μας μέρη, στη Μακεδονία, την εμπειρία του εκεί έχει καταγράψει ο Στρατής Μυριβήλης στη «Ζωή εν τάφω» του, με τον τίτλο από μόνο του να υποδηλώνει ήδη πολλά.Η …πολυτέλεια των χαρακωμάτων υπήρξε ασφαλώς μια αποκλειστικότητα για τους στρατιώτες και το κατώτερο προσωπικό, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι ανώτεροι βαθμοφόροι είχαν πάψει να είναι μπροστάρηδες (ή έστω και παρόντες) στη μάχη, στην πραγματικότητα βρίσκονταν σε απόσταση ασφαλείας από τη γραμμή του πυρός, διέταζαν επί χάρτου προελάσεις και επιθέσεις. Τη μοίρα αυτή του απλού στρατιώτη σκιαγραφεί παραστατικά το τραγούδι «Hanging on the old barbed wire», το οποίο ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά από τους Chumbawamba στον δίσκο τους «English Rebel Songs 1381-1914», σε μια απλή αλλά δυνατή φωνητική a capella ερμηνεία έτσι ώστε να αναδεικνύονται οι σαρκαστικοί στίχοι-δηλητήριο, οι οποίοι από τότε αφορούν όλους τους στρατούς οπουδήποτε Γης.


English+Rebel+Songs+13811914If you want to find the general
I know where he is
If you want to find the general
I know where he is
He’s pinning another medal on his chest

If you want to find the private
I know where he is
He’s hanging on the old barbed wire
I saw him, I saw him
Hanging on the old barbed wire

Το κύριο θέατρο του θανάτου ήταν οι πεδιάδες της Γαλλίας, για τις οποίες ο Al Stewart τραγούδησε το «Fields of France», δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτό το αφιέρωμα ο σπουδαίος αυτός μελωδός με τις ιστοριοδιφικές αναζητήσεις. Οι Γάλλοι θα είναι και εκείνοι που θα πληρώσουν το δυσανάλογα μεγαλύτερο τίμημα, τέσσερις φορές περισσότεροι Γάλλοι σκοτώθηκαν στον Α’ απ’ ότι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χωρίς ασφαλώς οι άλλοι λαοί να …υστερήσουν, οι Γερμανοί έγραφαν στα τραίνα προς το μέτωπο «Γουλιέλμος και Υιοί Co.-Σφαγεία», για τον δε Σκωτσέζικης καταγωγής αρχιστράτηγο των Βρετανών Χέιγκ λεγόταν ότι υπήρξε «ο Σκωτσέζος ο οποίος βρήκε την ευκαιρία να ξεπαστρέψει τους περισσότερους Άγγλους όλων των εποχών».

Το 1916 θα είναι η πιο βαριά σε …φορολογία αίματος χρονιά, τότε διαδραματίζεται και η ιστορία την οποία διηγούνται οι Zombies στο «Butcher’s Tale», στην πραγματικότητα το κομμάτι στον θρυλικό δίσκο της ψυχεδέλειας «Odessey and Oracle» ανέφερε σε παρένθεση «Western Front 1914», ένα λάθος το οποίο ας το θεωρήσουμε μια ποιητική αδεία. Σε εκείνη τη μαύρη χρονιά παραπέμπει και ο τίτλος του δίσκου των Motorhead από το 1991, στον οποίο περιλαμβάνεται και το ομώνυμο άσμα («1916»), εδώ η μπάντα σηκώνει το πόδι από το γκάζι, αφήνει τον Lemmy μόνο να ερμηνεύει κάπως αδέξια είναι η αλήθεια και με συνοδεία drum machine αυτή την πικρή μπαλάντα του βετεράνου.


Verdun TodayΗ πόλη όμως η οποία έφτασε να ταυτιστεί κυριολεκτικά με τη λέξη «αιματοχυσία» ήταν το Βερντέν (Verdun). Μια μικρή πόλη, 20.000 κατοίκων σήμερα, ουσιαστικά η πύλη της Γαλλίας, ένα φυσικό οχυρό στην κοιλάδα του ποταμού Meuse, με στρατηγική σημασία, την οποία όμως όσο περνούσε ο καιρός όλο και έχανε, στο τέλος έμεινε η συμβολική αξία. Οι περιγραφές της μάχης είναι αδιανόητες, τα νούμερα επίσης, 1 νεκρός ανά λεπτό για δέκα μήνες, 260.000 ψυχές, οι Γερμανοί είχαν τη διαβολική ιδέα να εξαναγκάσουν τη Γαλλία να πεθάνει από αιμορραγία αφήνοντας επίτηδες ανοιχτή τη γραμμή ανεφοδιασμού του γαλλικού στρατού (αυτή που βαφτίστηκε τότε Voie Sacree, Ιερά Οδός δηλαδή) για να μπορεί να τροφοδοτείται αδιάλειπτα φρέσκο κρέας στα κανόνια.

Πολλοί ήταν οι μουσικοί οι οποίοι έγραψαν για τη μάχη αυτή, με άλλα κομμάτια να αποπνέουν οργή και απόγνωση και σκληρότητα, το πιο πρωτογενές και πρωτόγονο συναίσθημα δηλαδή, όπως το «Image d’ Epinal» των γάλλων πάνκηδων Bondage-Τα (από τον δίσκο με τον εύγλωττο τίτλο «Les Bouchers de Verdun») ή το «Verdun 1916» των θανατομεταλλάδων (τι ταιριαστό!) Neurosis Inc. Άλλοι κατέφυγαν στο λυρισμό και τη συγκίνηση όπως οι καταπληκτικοί Collection d’Arnell-Andrea, οι οποίοι έγραψαν μάλιστα έναν ολόκληρο δίσκο για την εποχή («Villers-aux-Vents (Fevrier 1916)») διάσπαρτο με εντυπωσιακές σκοτεινές πινελιές όπως το «L’ Aulne et la Mort». Άλλοι προσπάθησαν να μεταφέρουν το άρρητο της φρίκης με βόμβους (οι Black Boned Angel σε δίσκο με τίτλο, τι άλλο, «Verdun»), και άλλοι με ψυχρούς ήχους (οι συνθετικοί Δανοί Scatterbrain στο «Crosses over Verdun») ή χωρίς στίχους (οι Tuxedomoon στο «Driving to Verdun»).


CollectionΠέρα όμως από παραπομπές, ιστορίες, αφηγήσεις, αναλογίες, κανείς από όλους αυτούς δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, δε γνώρισε την εμπειρία του πολέμου στο πετσί του, όπως συνέβη με τον Joseph-Maurice Ravel. Ο συνθέτης του Μπολερό, παρά την στρατιωτικά προχωρημένη του ηλικία, κατατάχτηκε στο στράτευμα, υπηρέτησε ως οδηγός φορτηγού, κινδύνευσε, έχασε φίλους και συντρόφους, στη μνήμη των οποίων συνέθεσε τη σουίτα «Le tombeau de Couperin», η οποία πάντως δεν ακούγεται διόλου καταθλιπτική, κατά τόπους το αντίθετο μάλιστα, ο ίδιος απαντούσε όταν τον ρωτούσαν γι’ αυτό αφοπλιστικά «οι θάνατοι ήταν από μόνοι τους ήδη θλιβεροί».

Υπήρξαν και άλλα σφαγεία στον πόλεμο, όπως η μάχη στον ποταμό Σομ, για την οποία ελέχθη ότι «ολόκληρη η παγκόσμια ιστορία δεν μπορεί να περιέχει μια πιο αποτρόπαια λέξη» και η οποία έληξε ουσιαστικά με …ισοπαλία, μηδαμινά κέρδη (12 χιλιόμετρα «προέλαση») και τεράστιες απώλειες για όλες τις πλευρές. «Ήταν μια λαμπρή επίδειξη εκπαίδευσης και πειθαρχίας και η επίθεση απέτυχε μόνο επειδή οι νεκροί δεν ήταν πλέον σε θέση να προελάσουν» σημείωσε σαρκαστικά ένας στρατηγός της εποχής. Και μαζί ήρθε και το τέλος της αθωότητας για πολλούς από τους ενθουσιώδεις εθελοντές των πρώτων ημερών. Στη μνήμη της μάχης αυτής γράφτηκε το «Battle of the Somme» από τον Pipe Major Bill Robertson, ένα θρηνητικό ορχηστρικό σε παραδοσιακό αγγλικό δρόμο γκάιντας, οι Fairport Convention το έπαιζαν ζωντανά και υπάρχει μόνο στο δίσκο τους «House Full-Fairport Convention Live In L.A.», ενώ ένας μουσικός παραπόταμος τους, οι Albion Country Band ηχογράφησαν το 1976 ένα άλλο «Battle of the Somme», όχι πάντως σε πολύ ριζικά διαφορετικό στυλ.

Η πιο τρομακτική πάντως διάσταση στις νέες συνθήκες πολέμου ήταν η καταλυτική και καταθλιπτική χρήση της νέας τεχνολογίας («πόλεμος πάντων πατήρ» που έλεγε -περίπου- και ο Ηράκλειτος). Η τεχνολογική πρόοδος έδειχνε το άλλο της πρόσωπο μπαίνοντας στην υπηρεσία του θανάτου, ενός θανάτου βιομηχανοποιημένου, από μακριά, εντελώς αντιηρωικού και ανώνυμου με τα έως τότε ποιητικά δεδομένα της πολεμικής «αρετής». Νέα μηχανικά μέσα έμπαιναν στη μάχη διαμορφώνοντας ένα πεδίο εντελώς ανοίκειο ψυχολογικά για τον άνθρωπο, μόνο παρομοιώσεις προσπαθούσαν να περιγράψουν το έως τότε αδιανόητο, τα σιδερένια πουλιά για παράδειγμα. Το αεροπλάνο δηλαδή, η πρόσφατη νίκη του ανθρώπου απέναντι στη βαρύτητα, βρήκε πολεμική εφαρμογή, στοιχειώδη και πρωτόγονη ακόμη, με περιορισμένη αποτελεσματικότητα, ο πιλότος ήταν εκτεθειμένος έξω στον αέρα, με το …κασκόλ του, πολλές φορές τις βόμβες τις έριχνε με τα …χέρια. Παρολ’ αυτά, το αξιοσημείωτο είναι ότι σε αντίθεση με τον πόλεμο στο έδαφος, αυτός των αιθέρων διατήρησε ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, με έναν μανδύα ιπποτισμού βγαλμένου λες από τα μεσαιωνικά διηγήματα του Ουόλτερ Σκοτ, ίσως γιατί οι αντίπαλοι πιλότοι στις αερομαχίες αντικρίζονταν ένας με έναν, μέσα από εκεί αναδείχθηκαν και ήρωες με ονοματεπώνυμο, με διασημότερο όλων τον Γερμανό Manfred von Richthofen, τον περίφημο Κόκκινο Βαρόνο, έτσι πέρασε στην ιστορία και σε πολύ μεταγενέστερα τραγούδια όπως το διασκεδαστικό «Snoopy vs. the Red Baron» των Αμερικανών Royal Guardsmen, το «Red Baron/Blue Max» των Iced Earth ή το «Flying ace» του Paul Roland.


Gas casualtiesΗ πιο φριχτή πάντως απειλή για τον φαντάρο των χαρακωμάτων δεν ήταν τόσο (ή καλύτερα μόνο) το μολύβι της σφαίρας ή τα θραύσματα των οβίδων και των όλμων, ήταν η χημεία, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ο εχθρός ο οποίος ερχόταν ύπουλος, άπιαστος, κρυμμένος μες στον αέρα που έδινε το οξυγόνο της ζωής. Τα αέρια. Ειδικά εκείνο με το ανώδυνο έως και αστείο όνομα αέριο μουστάρδας, το οποίο πήρε τελικά το όνομα της πόλης όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Γερμανούς: υπερίτης. Στο μαρτυρικό Ypres του Βελγίου, στις πεδιάδες της Φλάνδρας όπως λέει το διάσημο ποίημα του Καναδού John McCrae, εκεί όπου σήμερα φυτρώνουν παπαρούνες, χιλιάδες κόκκινες παπαρούνες, η άσκοπη ομορφιά της φύσης σαν μια ωδή-μνήμη στον ανθρώπινο παραλογισμό (σήμερα η χρήση των αερίων είναι ως γνωστόν …απαγορευμένη). Ακόμη και σήμερα η γη θυμάται, ακολουθεί το περίγραμμα των χαρακωμάτων και εξακολουθεί να ξερνά σίδερο, κόκαλα και κάθε είδους απομεινάρια. Εδώ στα πέριξ βρίσκεται και το Πασεντάλε, ένα ακόμη αιματηρό θέατρο μάχης, από τις τελευταίες και πιο καθοριστικές του πολέμου, την οποία απαθανάτισαν με την τυπική (τι άλλο;) επικότητα τους οι Iron Maiden στο «Paschendale».

Μέσα σε αυτό φεστιβάλ της βαρβαρότητας και της αποκτήνωσης υπήρξαν όμως και οι ανθρώπινες στιγμές. Αλίμονο αν δεν υπήρχαν, αν όχι θα έπρεπε να τις εφεύρουμε, ή έστω να τις μεγαλοποιήσουμε εσκεμμένα, ίσως και έτσι να έγινε κιόλας. Όπως η διάσημη ιστορία της χριστουγεννιάτικης ανακωχής του 1914, τότε που λίγο η «άγια νύχτα», λίγο η νοσταλγία για το σπίτι, το πνεύμα της γιορτής έκανε το θαύμα του, οι αντίπαλοι άφησαν κάτω τα όπλα, συναντήθηκαν στη νεκρή ζώνη, αντάλλαξαν δώρα και έπαιξαν και μπάλα, σαν παιδιά, παιδιά ήταν έτσι κι αλλιώς. Αυτή η χωρικά περιορισμένη, αυθόρμητη, «από τα κάτω» ανακωχή δεν κράτησε για πολύ, ένα μικρό διάλειμμα ήταν μόνο που με τα χρόνια απέκτησε σχεδόν μυθική συμβολική διάσταση. Εκεί βασίστηκε και η περσινή όπερα του Kevin Puts «Silent Night», αυτή ενέπνευσε τραγούδια όπως το «Christmas in the Trenches» του John McCutcheon από το 1984, το «Belleau Woods του Garth Brooks, το «Christmas 1914» του Mike Harding αλλά και το γνωστό σουξέ των Farm από το Λίβερπουλ, το κομμάτι τους «All together now» ,το οποίο έγινε κάτι σαν ύμνος στο γήπεδο Άνφιλντ της τοπικής ομάδας. Μίλησε κανείς για ειρωνεία της ιστορίας;


TipperraryΣτο παρόν αφιέρωμα δεν υπάρχει η πρόθεση επέκτασης και στα πολεμικά άσματα της εποχής, παραείναι ειδικό (και τεράστιο) το κεφάλαιο, αξίζει όμως να σταθούμε σε ένα το οποίο τραγουδήθηκε πολύ και από πολλές πλευρές (ακόμη και αντίπαλες). Ο λόγος για το «It’s a Long Way to Tipperary», είχε γραφτεί ήδη από το 1912, ήταν όμως ανέκαθεν συνηθισμένο παλαιές μελωδίες να προσαρμόζονται στις νέες ανάγκες, σκοποί σαν και αυτόν, απλοί, σαφείς, για να μπορούν να τραγουδηθούν συλλογικά με τους συντρόφους, να παιχτούν με το πιο απλό και αυτοσχέδιο μέσο, μια κιθάρα, μια φυσαρμόνικα, χωρίς τίποτε, με ένα σφύριγμα. Κάπως έτσι πέρασε και στην ιστορία, ασχέτως εάν η συλλογική μνήμη το …μετέθεσε περισσότερο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (του κινηματογράφου βοηθούντος). Και σήμερα μια ταμπέλα στην είσοδο της κωμόπολης Tipperary, στα ηπειρωτικά της ιρλανδικής νήσου, υποδέχεται τον ταξιδιώτη ο οποίος έκανε τόσο δρόμο για να φτάσει μέχρις εκεί…

Ανθρώπινες στιγμές μετέφεραν και τα γράμματα τα οποία πηγαινοέρχονταν κατά εκατομμύρια και με κάθε μέσο από και προς το μέτωπο, εικόνες και δεσμοί με μια ζωή τόσο κοντινή και τόσο μακρινή συνάμα, αυτά μνημονεύει το όμορφο κομμάτι της γαλλίδας Juliette στο «Une Lettre oubliee». Ένα γράμμα χαμένο, όπως εκείνα τα γράμματα τα οποία έφερναν τη μαύρη είδηση της απώλειας, με στεγνή υπηρεσιακή γλώσσα και πάντα «με μια σφαίρα στην καρδιά», ένας ακόμη γιος έπεσε για την πατρίδα, «Some mother’s son» όπως έλεγε το τρυφερό κομμάτι των Kinks. Για να γίνει ένας ακόμη unknown soldier, soldat inconnu, άγνωστος στρατιώτης, τον οποίο οι εξουσίες και οι εποχικοί σφουγγοκωλάριοι τους θα «τιμούν» με κενοτάφια, αγάλματα, πομπώδεις καταθέσεις στεφάνων και λοιπά ταρατατζούμ. Ελάχιστοι από αυτούς μπήκαν με ονόματα στην ιστορία, όλοι είχαν ονόματα, στο τέλος όμως απέμειναν οι στατιστικές, οι αριθμοί, δάση από ομοιόμορφους σταυρούς και πλάκες, ξεχασμένα ονόματα χαραγμένα σε ηρώα φαγωμένης πέτρας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ειδικά όταν αναζητά ρόλο και η πολιτική σκοπιμότητα. Όπως συνέβη όταν τιμήθηκαν (μετά θάνατον εννοείται) οι τελευταίοι επιζώντες, ο «dernier poilu» Lazare Ponticelli το 2008 στη Γαλλία ή ο μεγαλύτερος όλων, σε ηλικία 109 ετών, ο Harry Patch. Ο τελευταίος τουλάχιστον αξιώθηκε και ένα κομμάτι στη μνήμη του από τους Radiohead, «Harry Patch (In memory οf)», σε μια πατριωτική έξαρση των τελευταίων (τα έσοδα του κομματιού πήγαν σε μια οργάνωση υποστήριξης βετεράνων πολέμου).


PathsΈνας άλλος Harry, ο Harry Farr, δεν αξιώθηκε τέτοιας τιμής, αν και ίσως την άξιζε πιο πολύ, το όνομα του τραγουδήθηκε από πιο άσημα ονόματα όπως το συγκρότημα Stray ή ο τραγουδοποιός Reg Meuross, ούτε κατάφερε να επιζήσει τόσο, εκτελέστηκε για «δειλία» το 1916 και αποκαταστάθηκε από την κυβέρνηση το …2006. Ίσως έτσι το όνομά του μείνει να θυμίζει το σκοτεινό αυτό κεφάλαιο της ιστορίας, τα φαστ-τρακ στρατοδικεία, τις αυθαίρετες εκτελέσεις για δειλία, λιποταξία και συνεργασία με τον εχθρό. Σε αυτό τον αγώνα κατά της λήθης έχει πάντως έναν σύμμαχο, όσοι έχετε δει τη συγκλονιστική ταινία του Stanley Kubrick «Paths of glory» καταλαβαίνετε.

Και αν τα ονόματα στα οποία μόλις αναφερθήκαμε ήταν πραγματικά, στρατιώτης με το όνομα Sorrow πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ. Είναι ένα δημιούργημα της φαντασίας των Pretty Things ο «Private Sorrow», έτσι λέγεται ο ομώνυμος δίσκος τους, έναν από τους σπουδαιότερους της δεκαετίας του ’60 και εκφραστής του αντιπολεμικού φρονήματος της εποχής εκείνης. Δεν έχει όμως καμία σημασία. Αυτός δεν είναι κι ένας από τους ρόλους της τέχνης;. Το ατομικό να το κάνει πανανθρώπινο, το φανταστικό συμβολικό, το στιγμιαίο διαχρονικό, το τοπικό οικουμενικό…

Από τη μεγάλη και πολυποίκιλη κληρονομιά την οποία άφησε πίσω αυτός ο πόλεμος αξίζει κλείνοντας να σταθούμε σε μία, ίσως την πιο καθοριστική, αυτή που δεν άφησε κανέναν τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας ανεπηρέαστο. Αναφέρομαι στην Επανάσταση. Και δεν αναφέρομαι τόσο στην κόκκινη επανάσταση του Οκτώβρη η οποία θα αλλάξει κυριολεκτικά όλη την ιστορία του 20ου αιώνα, αλλά σε ένα γενικευμένο και πρωτόγνωρο πνεύμα ριζοσπαστικοποίησης, αμφισβήτησης απόρριψης και πλήρους ρήξης με τον παλαιό, προ του 1914 κόσμο, τον κόσμο ακριβώς εκείνο ο οποίος προκάλεσε και τροφοδότησε αυτή την αιματοχυσία. Στο πύρινο αμόνι της μάχης θα σφυρηλατηθούν νέες συνειδήσεις, η βία θα αναζητήσει αντανάκλαση στην τέχνη, πως θα αποτυπωθεί και θα εκφραστεί αλλιώς η οργή και η απογοήτευση; Φουτουρισμός, σουρεαλισμός, εξπρεσιονισμός, ένα σωρό -ισμοί θα παίξουν με τα όρια του ανεκτού και του υποφερτού, το θέατρο του παραλόγου και της σκληρότητας, η βία του dada, ο θόρυβος, κάθε είδους ακρότητα θα επιστρατευθεί, τίποτε δε θα μείνει στο βάθρο του ιερού, οι καλλιτέχνες προκαλούν το κατεστημένο, αλλάζουν γραμματική, συντακτικό, ακόμη και τα ίδια τα γράμματα (βλέπε π.χ. τον δωδεκαφθογγισμό του Schoenberg και του Alban Berg). Τέχνη η οποία δεν αναζητά πια την ομορφιά, δεν φτιάχνεται για να τέρπει και να χαϊδεύει τις αισθήσεις αλλά να τις ταράζει. Να τις ενοχλεί. Και να τις κινητοποιεί. Είναι η μήτρα αυτή η οποία θα δημιουργήσει αριστουργήματα και τερατουργήματα. Από την πολιτική έως την τέχνη…


treaty-of-versaillesΤο τυπικό τέλος του πολέμου θα γραφτεί σε ένα αντάξια μεγαλοπρεπές σκηνικό, στο παλάτι των Βερσαλλιών, το κλίμα θα είναι πανηγυρικό, όλο διακηρύξεις για το μέλλον, η ανθρωπότητα δεν θα επιτρέψει να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, αυτός ήταν ο πόλεμος που θα τελειώσει όλους τους πολέμους (είναι αυτό το πνεύμα που προσπαθεί να αποτυπώσει και ο John Cale στο «Paris 1919»). Η συνέχεια όπως όλοι γνωρίζουμε θα διαψεύσει οικτρά τις ελπίδες (γι’ αυτό είναι ίσως κι οι ελπίδες, για να διαψεύδονται). Μία γενιά αργότερα το μίσος, η πίκρα, η μανία για εκδίκηση, η χρεοκοπία του φιλελευθερισμού θα οδηγήσουν σε έναν ακόμη πιο αιματηρό πόλεμο, κάποιοι υποστηρίζουν (και όχι άδικα) ότι δεν πρέπει να μιλάμε για δύο διακριτούς πολέμους, αλλά για έναν μόνο και τριακονταετή.

Η ιστορία μας μαθαίνει πολλά τελικά. Τίποτε.

Την ημέρα εκείνη που έπεφταν οι υπογραφές της παράδοσης, ένας ταπεινός Γερμανός δεκανέας, με βαριά τραύματα τα οποία λίγο κόντεψαν να τον τυφλώσουν, έκλαψε γοερά. Μετά αποφάσισε να γίνει πολιτικός. Τον λέγανε Αδόλφο Χίτλερ. Και η ιστορία συνεχίστηκε. Και συνεχίζεται…

Άκου εδώ τα κομμάτια: http://www.mic.gr/themes.asp?id=42677

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε