Lana Del Rey – Ultraviolence (Polydor)

lana
1. Cruel world
2. Ultraviolence
3. Shades of cool
4. Brooklyn Baby
5. West Coast
6. Sad girl
7. Pretty when you cry
8. Money power glory
9. Fucked me way up to the top
10. Old money
11. The other woman

«Καταδικάζουμε την υπερβολική βία απ’ όπου κι αν προέρχεται».
Θα μπορούσε να είναι μια λακωνική και χιουμοριστική κριτική στο πνεύμα εκείνης της ιστορικής του Βασίλη Παυλίδη για τον προηγούμενο δίσκο της καλλιτέχνιδος «Born to die» το 2012. Την οποία και λόγω μεγέθους μπορώ να αναπαράγω εδώ (ευτυχώς ή δυστυχώς δεν μπορώ να αναπαράγω το ρεσιτάλ μικρόνοης καφρίλας που επακολούθησε): «Από τη στιγμή που έβαλα το Born To Die στο CD player μέχρι την στιγμή που το έβγαλα, δεν μπορούσα να σταματήσω τα γέλια. Κάποια μέρα σκοπεύω να πατήσω και το play».
Τούτη τη φορά όμως λέω να …πατήσω το play και να γράψω και δυο (και περισσότερες) κουβέντες παραπάνω.

Οπ, ένα λεπτάκι όμως… Όλο τούτο τον καιρό έτυχε να διαβάσω διάφορες κριτικές και παρουσιάσεις, πολλές από τις οποίες είχαν μάλλον εξωμουσικές (εκτός του …play!) αφορμήσεις. Η εικόνα, οι δηλώσεις, οι προκλήσεις, τα βιντεοκλίπ-υπερπαραγωγές, σαν να έμοιαζε η μουσική απλά μια αφορμή. Και πριν κατηγορήσουμε τα κακά μέσα που επιμένουν να ασχολούνται με το φαίνεσθαι και όχι με την ουσία, να σημειώσουμε ότι είναι τελικά επιλογή και ευθύνη του ιδίου του καλλιτέχνη το που θα εστιάσει το κοινό. Εύκολα πάντως μπορεί να αναγνωρίσει κανείς σε όλο αυτό τον χαμό την απεγνωσμένη αναζήτηση της χειμαζόμενης μουσικής βιομηχανίας για νέα αστέρια, bigger than life, αλλά και bigger than music.

Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, πόσο νόημα έχει αλήθεια αυτή η ατέρμονη συζήτηση περί αυθεντικότητας/γνησιότητας; Λες και όλα αυτά τα παιδάκια των 80s που έβαζαν λακ στο μαλλί, μαύρη μάσκαρα στο μάτι και ξεπατίκωναν μια αργή μπασογραμμή, μας απασχόλησε ποτέ αν ήταν αυθεντικά θλιμμένα ή όχι (ο Ian μόνο με την αυτοκτονία του «επικύρωσε» τα λεγόμενα του, αλλά είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε, να φτιαχτεί ένας ακόμη τραγικός μύθος;).

Στο κάτω-κάτω της γραφής το πρόβλημα δεν είναι η κατασκευή μιας περσόνας, αυτό συμβαίνει στην τέχνη εδώ και αιώνες. Το ζητούμενο και κρινόμενο είναι η αισθητική πάνω απ’ όλα αλλά και το κατά πόσον ο μουσικός είναι εκείνος ο οποίος ορίζει την περσόνα και όχι οι συνθήκες και το περιβάλλον. Σε αντίθετη περίπτωση καταλήγει εγκλωβισμένος σε έναν φαύλο και μάλλον ετεροκαθοριζόμενο κύκλο. Ένας David Bowie, αν τον έχετε ακουστά, θα είχε να πει πολλά επ’ αυτού.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο μεγάλος αυτός σκυλοκαβγάς (και δεν μιλώ μόνο για τη χώρα μας όπου πλέον μπορεί να στηθεί διχασμός για τη σκια του γαϊδάρου) έγινε περισσότερο στην ευρωπαϊκή μεριά του Ατλαντικού. Πάντοτε είχαν τις διαφορές τους οι δύο αυτές …ακτές, ξεκινώντας από την περίφημη διάκριση του Αντόρνο μεταξύ των κοιτίδων της μαζικής (αποκείθε) και υψηλής (αποδώθε) κουλτούρας. Τις είχαν ακόμη και τον καιρό της παγκόσμιας πολιτιστικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, πόσο μάλλον τώρα που έχει αρχίσει η κάτω βόλτα (μην τους το πείτε όμως απότομα, ακόμη δεν το έχουν συνειδητοποιήσει).

Εν προκειμένω η Lana Del Rey είναι ένα 100% made in USA προϊόν. Και εκεί τέτοιοι προβληματισμοί απλά δεν έχουν νόημα, σε μια κοινωνία η οποία πιστεύει με θρησκευτική αφοσίωση στη διαρκή αλλαγή και «επανεφεύρεση» του εαυτού με τελικό σκοπό την αυτο-εκπλήρωση μέσω της επιτυχίας. Μιλάμε ουσιαστικά για το πνεύμα του go west. Κι ας μην υπάρχει πλέον η επιλογή αυτή με την κυριολεκτική της έννοια, όπως τότε, που τραβούσες προς τη Δύση, εξολόθρευες όσους …loser Ινδιάνους έβρισκες στο δρόμο σου, έστηνες συρμάτινες περιφράξεις, κότσαρες και μια ταμπέλα «ιδιοκτησία Smith» και ήσουν ένας επιτυχημένος χριστιανός και άνθρωπος (τα λέει πολύ ωραία o Geert Mak στο βιβλίο του «Amerika!», το οποίο δεν γνωρίζω αν και πότε θα ευτυχήσει να εκδοθεί στη γλώσσα μας).

Σήμερα μπορεί η δύση να είναι λιγότερο άγρια και τα οικόπεδα της κατειλημμένα, το ντουφέκι να έχει αντικατασταθεί σαν μέσο από τα πολλά χρήματα και τις σωστές γνωριμίες, εξακολουθεί πάντως ακόμη να ασκεί μια μεταφυσική έλξη, σαν τόπος επαγγελίας, με καραβάνια χιλιάδων νέων φορτωμένα με ελπίδα να τραβάνε ακόμη προς τα εκεί. Και που ξέρεις, με λίγη τύχη, λίγο ταλέντο, τον άνθρωπο τον σωστό στη σωστή θέση και στιγμή, κάτι μπορεί να γίνει. Πόσο μάλλον που η εποχή μας προσφέρει ακόμη περισσότερα εργαλεία προσωπικής επανεφεύρεσης, διαθέσιμα στον οποιοδήποτε μπορεί να ανοίξει έναν λογαριασμό σε ένα κοινωνικό …μύδι. Η ψαλίδα έχει κλείσει, όπως λέμε και στα ποδοσφαιρικά, η σταρ μπορεί να μοιάζει με το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Να μοιάζει είπαμε όμως ε;

Έχει ένα ενδιαφέρον ότι και η Lana από την Νέα Υόρκη τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και αυτή. Η Lana που λέγεται Elizabeth «Lizzie» Grant. Και που αυτός εδώ είναι να θυμίσω ο τρίτος κι όχι ο δεύτερος δίσκος της. Γιατί η επανεφεύρεση μπορεί να γίνει τόσο επιτυχημένη ώστε να φτάσει ακόμη και στο παρελθόν…

Και αφού πατήσαμε (επιτέλους!) το play, αξίζει να σταθούμε κατ’ αρχάς στους στίχους. Όχι τόσο γιατί έχουμε να κάνουμε με κάποια υψηλού επιπέδου στιχοπλοκία. Αλλά γιατί είναι αποκαλυπτικοί του αισθητικού φαινομένου Lana del Rey. Δεν θα σταθώ στην αφέλεια και την προκλητικότητά τους. Ούτε στην αλαφράδα και την ένταση της μετεφηβικής απελπισίας που κουβαλάνε, μιας απελπισίας η οποία λόγω ηλικίας αισθάνεται άτρωτη (θα μου πείτε 28 χρονών είναι το κορίτσι, αλλά θα σας υπενθυμίσω ότι ζούμε στην εποχή όπου η μετεφηβική ηλικία έχει παραταθεί και πολύ πέραν των …50). Θα σταθώ με συμπόνια και κατανόηση απέναντι στο δράμα ενός sad girl το οποίο ζει σε έναν μάταιο και πολύ cruel world, με φήμη, πολλά λεφτά και αναρίθμητες θαυμάστριες που ποτέ δεν θα αποκτήσουν ούτε ένα χιλιοστημόριο όλων αυτών.

Θα εστιάσω όμως παραπάνω στον νεο-συντηρητισμό τον οποίο αποπνέουν, έκφραση μιας εποχής η οποία ζαλισμένη από την κρίση αναζητά πρότυπα στο παλιό «καλό» παρελθόν, σε έναν φαντασιακό pin-up ρομαντισμό των 50s και των 60s, με τον φεμινισμό και άλλα καινά δαιμόνια να έχουν πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων. Εκεί όπου το «σκληρό μου αγόρι», μπορεί να ρίξει και καμιά μάπα, αλλά κατά βάθος-κήπος είναι καλό παιδί και η δύναμη της αγάπης μου τελικά θα τον σώσει από τις σκιές του γκρίζου. Μια αγάπη βέβαια η οποία σαν να συγχέεται με την ανάγκη για προσοχή με κάθε τρόπο, κοιτάξτε με, είμαι εδώ, selfie αυτο-σκηνοθετημένη με μετα-πορνό αισθητική. Γιατί η απόσταση από την Lana Del Rey μέχρι τη Miley Cyrus και την …Sasha Grey δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο μπορεί να ακούγεται αρχικά.

Το Εγώ ξεχειλίζει και στο μουσικό κομμάτι, με βάση αυτά που είπαμε δεν γινόταν και αλλιώς. H Lana είναι η σταρ και ο δίσκος έχει στηθεί για να υπηρετήσει αυτή και τη φωνή της. Η οποία είναι παντού, μα παντού, δύσκολα θα βρείτε σημείο όπου να μην τραγουδάει, η μουσική καταλήγει μια δεσποινίδα συνοδείας στο παρασκήνιο. Σε σχέση με τον προηγούμενο δίσκο τα πράγματα είναι εμφανώς πιο βελτιωμένα, πιο συμμαζεμένα, πιο στοχευμένα, και πιο σοφιστικέ (ώριμα;). Και πιο αργόσυρτα (στο γερμανικό Musik Express διάβασα τον χαρακτηρισμό «Disneyland-Badalamenti» και τον βρήκα λίαν εύστοχο). Α, και πιο «ροκ». Πιο bluesy. Υποθέτω θα έβαλε το χέρι της η παρουσία του Dan Auerbach (The Black Keys) ο οποίος και επέλεξε τους μουσικούς, και έκανε την παραγωγή και έπαιξε κιθάρα σε μερικά στρατηγικά σημεία.

Εν κατακλείδι, έχουμε να κάνουμε με έναν easy listening δίσκο mainstream στόχευσης, φτιαγμένο ώστε να μην ενοχλήσει κανέναν. Το ωραιότερο κομμάτι είναι το «Old money», το οποίο παίρνει το 90% της χάρης του από το sample του Nino Rota, όμορφα είναι και τα «Brooklyn Baby» και «West Coast». Όλα αυτά πριν η μονοτονία μιας φωνής η οποία σέρνεται με θλίψη (και πλήξη) σε ασθενικές μελωδίες τελικά σε εξουθενώσει. Μια διασκευή κλείνει το δίσκο και βάζει τα πράγματα στη θέση τους όσον αφορά τα συγκριτικά μεγέθη: «The Other Woman». Το είχε γράψει η Jessie Mae Robinson. Το είχαν πει η Sara Vaughan και η Nina Simone.

30/08/2014

6.5

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε